- προσεταιριστικός
- -ή, -ό, Ν [προσεταιρίζομαι]φρ. «προσεταιριστικοί νόμοι»μαθ. δύο νόμοι που σχετίζονται με τις αριθμητικές πράξεις τής προσθέσεως και τού πολλαπλασιασμού και οι οποίοι συμβολικά γράφονται α + (bc) = (ab) + c και a(bc) = (ab)c.
Dictionary of Greek. 2013.